προβλεπόμενος

προβλεπόμενος
προβλέπω
foresee
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έκτακτος — η, ο (AM ἔκτακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικός («έκτακτος υπάλληλος, καθηγητής») 2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • υποναύκληρος — ο, Ν (εμπ. ναυτ.) (στα επιβατηγά πλοία) βοηθός ναυκλήρου, προβλεπόμενος στη σύνθεση πληρώματος τών επιβατηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας άνω των 1.250 κόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ναύκληρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”